- ιστιοπλοϊκός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στην ιστιοπλοΐα: Ιστιοπλοϊκοί αγώνες. – Ιστιοπλοϊκός όμιλος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ιστιοπλοϊκός — ή, ό [ιστιοπλοΐα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιστιοπλοΐα ή στον ιστιοπλόο («ιστιοπλοϊκοί αγώνες») … Dictionary of Greek
ιστιοδρομίες — Δραστηριότητα που αναπτύσσεται στη θάλασσα ή σε εσωτερικά ύδατα με ιστιοφόρα για λόγους ψυχαγωγίας ή για τη διεξαγωγή αγώνων ταχύτητας μεταξύ των σκαφών. Τα σκάφη που χρησιμοποιούνται για ι. μπορεί να ταξινομηθούν σε σκάφη ενός τύπου ή μονότυπα,… … Dictionary of Greek